- γεωργός
- οαυτός που καλλιεργεί τη γη: Οι γεωργοί διαπίστωσαν ότι οι καλλιέργειές τους καταστράφηκαν από τον παγετό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεωργός — tilling the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργός — ο (AM γεωργός, ο Α και γεωργός, όν) καλλιεργητής τής γης, αγρότης αρχ. 1. στον πληθ. οι γεωργοί κύριοι μικρών αγρών ως ιδιαίτερη κοινωνική τάξη της αρχαίας Αθήνας 2. φρ. «γεωργός ὄχλος» γεωργοί, χωρικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Με αντιμεταχώρηση < γη (F)… … Dictionary of Greek
Μπόντης, Γεώργος — (Αθήνα 1944 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του φωτογράφου και λογοτέχνη Γιώργου Μπαλάνου. Σπούδασε ηλεκτρονικά (για 1 χρόνο) και αγγλικά, ενώ ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με τη φυσική. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής αγγλικής γλώσσας και στη συνέχεια … Dictionary of Greek
γεωργόν — γεωργός tilling the ground masc/fem acc sg γεωργός tilling the ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργοῖν — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργοί — γεωργός tilling the ground masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργούς — γεωργός tilling the ground masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργέ — γεωργός tilling the ground masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργῷ — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργώ — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)